πολυκανεῖς

πολυκανεῖς
πολυκανής
much-slaughtering
masc/fem acc pl
πολυκανής
much-slaughtering
masc/fem nom/voc pl (attic epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πολυκανής — ές, Α (ποιητ. τ.) 1. αυτός που σκοτώνει, που σφάζει πολλούς 2. φρ. «θυσίαι πολυκανεῖς» θυσίες, κατά τις οποίες σφάζονται πολλά ζώα («θυσίαι πολυκανεῖς βοτῶν ποιονόμων», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + κανής (< καίνω «σκοτώνω»), πρβλ. δορι… …   Dictionary of Greek

  • πρόπυργος — ον, Α αυτός που προσφέρεται ή τελείται υπέρ τών πύργων, δηλ. υπέρ τής πόλεως («ἰὼ πρόπυργοι θυσίαι πατρὸς πολυκανεῑς βοτῶν», Αισχύλ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”